-
1 μαλακιάω
μαλακιάω, weichlich, schwächlich sein, αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσϑάνεσϑαι, Xen. Cyn. 5, 2, die an den Nasen leiden oder schwache Nasen haben; μαλακιῶ τὸ σῶμα, Luc. Lexiph. 2; Plut. sagt auch ἂν οἱ βόες εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, de S. N. V. 16. In B. A. μα. λακιῆν durch τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν erklärt.
-
2 μαλκίω
A become numb with cold,ἔλα, δίωκε, μή τι μαλκίων ποδί A.Fr. 332
;μέλλομεν καὶ μαλκίομεν D.9.35
(restored from Harp. and Phot. for μαλακιζόμεθα); αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι X.Cyn.5.2
( μαλακῶσαι codd.,μαλακιούσας Poll.5.64
, εἰ.. μαλακιοῦσι ib.49); πνεύματος ἀργαλέοιο πόνοιό τε μαλκίοντες ( μαλκείοντα cod. A) Poet. ap. Sch.Nic.Th. 382; οἶσθα δὲ ὡς ἐν κρύει σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα·.. ἰδίω θ' ἅμα καὶ μαλκίω ( μαλακιῶ codd.)τὸ σῶμα Luc.Lex.2
; of a bee in cold weather, μαλκίει ( μαλακιεῖ codd.)τὰ μέλη Ael.NA5.12
, cf. 1.32 ( μαλακίει codd.); ἀμβλύνεσθαι τὸ κέντρον καὶ μαλκίειν ( μαλκιεῖν codd.) ib.9.4; μαλκίουσαν ( μαλκιοῦσαν codd.) ἐκ τῶν κρυμῶν τοῦ ζῴου τὴν ὄψιν ib.16; κεῖσθαί που ἐν κλινιδίῳ τρέμοντα καὶ μαλκίοντα (μαλακιῶντα, μαλκιῶντα codd.) Them.Or.4.50c; μαλκίειν ( μαλακιῆν cod.)· τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν, Phryn.PSp.89 B., cf. Hsch. s. vv. μαλκίειν, μαλκίετον, EM*574.21; v. μαλακιάω.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий